Στις 27.6.2008, στο blog “Καρπουζένια (Karpouzi)” διαβάσαμε αυτό:
Μια νύχτα, όλο φουρτούνα
«Δεν υπάρχουν άγκυρες ικανές να με σταματήσουν, δεν υπάρχουν λιμάνια με θέλγητρα αρκετά για να θέλω ν’ αράξω», της είπε νωχελικά. «Αέρας σημαίνει το όνομά μου σε μια παλιά σπανιόλικη προσευχή, αέρας και τα καμώματά μου. Τίποτα δεν με φυλακίζει, τίποτα δεν με κρατά.»
Και μαλακά τη φίλησε στο μέτωπο. Δεν ήθελε να την πληγώσει. Ποτέ πραγματικά δεν ήθελε να την πληγώσει. Είχε απλώς την ανάγκη για μια ακόμη φορά να αποδείξει πως εκείνος ήταν πιο δυνατός από την καρδιά του. Πως είχε τον έλεγχο. Πως δεν άνηκε σε κανέναν παρά μόνο στον εαυτό του. Αλλιώτικος από τους άλλους ανθρώπους. Ταγμένος πουθενά. Τάχα πιο σημαντικός, πιο ιδιαίτερος. Μοναδικός. Διαφορετικός από αυτήν…
Κι εκείνη, που τόσο απλόχερα του είχε παραδώσει την ψυχή και το πνεύμα της, που του είχε δοθεί ολόκληρη χωρίς όρους από την πρώτη κιόλας στιγμή, για μια ακόμη φορά παρέμεινε βουβή.
Τον κοίταζε μ’ εκείνα τα βουρκωμένα μάτια. Κάτι μάτια βαθιά καστανά, που αντί να στάζουν δάκρια λες κι έσταζαν μέλια και γλύκα. Πάντα με μάτια βουρκωμένα τον κοίταζε. Αυτό δεν μπορούσε στ’ αλήθεια ούτε κι εκείνη να το εξηγήσει. Ήταν άραγε που βασανιζόταν μέσα της από την ιδέα του;
Αέρας ήταν, ναι, μα σαν αυτούς που έρχονται από την έρημο. Ένας λίβας, ζεστός, που της έκοβε την ανάσα. Ήταν το βλέμμα του, τα μαύρα σκοτεινά του μάτια που την κοιτούσαν άλλοτε με ηδονή κι άλλοτε με αδιαφορία. Ή ίσως τα χέρια του, τα πληγωμένα από τη βαριά δουλειά και τα δυνατά του σημαδεμένα μπράτσα. Ή ίσως τα λόγια του, πώς της τραγουδούσε και πώς την κοίμιζε τα πιωμένα του βράδια με παραμύθια.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι με αργές κινήσεις. Άφησε το σεντόνι να κυλήσει στο γυμνό της σώμα και περπάτησε με αργά και αποφασιστικά βήματα ως την άλλη άκρη του δωματίου. Ήξερε πως του άρεσε να την χαζεύει. Αν είχε κάτι επάνω της που τον μαγνήτιζε, ήταν το υπέροχο κορμί της, το σμιλεμένο από τις φουρτούνες της αγάπης, το πληγωμένο από τα χέρια του. Ένιωθε πως είχε κάτι επάνω της που το ποθούσε πολύ.
Άναψε ένα τσιγάρο και του το έδωσε. Δεν της άρεσε να καπνίζει μπροστά του. Τάχα μου τον παράσερνε και σε άλλες αμαρτίες μ’ αυτή τη γλυκιά μυρωδιά του καπνού. Αλλά εκείνη την ώρα το είχε ανάγκη.
«Πιάσε με», του είπε, «σφίξε με στην αγκαλιά σου και μην μου μιλάς.» Δεν αντέχω άλλο να σε ακούω να μιλάς, εννοούσε. Κι εκείνος υπάκουσε. Την έβαλε μέσα του να χαθεί και την κράτησε πολύ σφιχτά για λιγοστά δευτερόλεπτα. Όσα άντεχε ν’ αφεθεί. Όσα άντεχε να υπακούσει. Όσα επέτρεπε στον εαυτό του να αισθανθεί… Αχ αυτά τα δευτερόλεπτα, που αγκάλιαζε ο ένας τον άλλον, πόσους αιώνες φάνταζαν στο κορμί της…
Σκεφτόταν δυο άγκυρες βαριές να ‘ναι τα δυο της χέρια. Τόσο βαριές που να τον κρατούν εκεί, ασάλευτο. Ένα λιμάνι να ‘ναι η ψυχή της εξωτικό και υγρό. Να βρέχει όλη μέρα ο θεός της αγάπη της κι αυτός να την λούζεται και να του αρέσει. Να απλώνει ο αέρας τη λουλουδένια μυρωδιά του κορμιού της κι εκείνος να την χαίρεται με τις αισθήσεις του όλες. Χαμογελούσε, σαν κοριτσάκι που έβλεπε πρώτη φορά πεταλούδες…
«Πρέπει να ξεκουραστώ», της είπε. Ξεκλείδωσε τα χέρια του και την άφησε κάπως άγαρμπα και με ανυπομονησία. Τη φίλησε μηχανικά στο μάγουλο και έκλεισε τα μάτια. Ποτέ δεν παραδινόταν σε ύπνο βαθύ. Έκανε πως κοιμόταν, ίσα για να απολαμβάνει τη σιωπή, να μουδιάζει τη σκέψη του, να απομονώνεται.
Εκείνη πάντα έδειχνε κατανόηση. Καιρό ώρα. Ήξερε πως ήταν απλά μια ακόμη ερωμένη του. Μα δεν την πτοούσε αυτό. Την πονούσε, μα δεν την πτοούσε ούτε κι αυτό. Της έφτανε που τον είχε έστω και τόσο λίγο. Έτσι του έλεγε, έτσι κορόιδευε και τον εαυτό της. Ντύθηκε γρήγορα, φόρεσε το μουσκεμένο εσώρουχό της, τον κοίταξε με εκείνα τα παιδικά παραπονεμένα μάτια, του ψιθύρισε για να μην την ακούσει ένα ξεψυχισμένο «μου λείπεις» κι έφυγε.
Και κλείνοντας την πόρτα πίσω της, όπως πάντα, προσπάθησε να ανασάνει ξανά. Πάντα έχανε μερικούς χτύπους η καρδιά της δίπλα του. Και η ανάσα της δεν είχε ρυθμό, λαχάνιαζε εύκολα. Με την πλάτη της στη πόρτα, κουλουριάστηκε στο πάτωμα. Για λίγο, κάθε φορά, έκλεινε τα μάτια και ονειροπολούσε.
«Τα λιμάνια δεν είναι για τα καράβια παρά μια στάση, μέχρι να ξεκινήσουν για άλλες φουρτούνες», της είχε πει κάποτε. Κι εκείνη, φουρτούνα του ήθελε να είναι. Να τον εκπλήσσει και να τον τυραννά, να τον προκαλεί και να τον κυκλώνει. Να την σέβεται, ήθελε, να την αγαπά και να την ποθεί. Μα τόση δύναμη δεν θα ‘βρισκε ποτέ. Καπετάνιος ήταν αυτός, στο μυαλό, στην ψυχή και στο κορμί της. Κι αυτή τίποτα παρά πάνω από μια μικρή σταγόνα ωκεανού, τόσο μικρή που εξατμιζόταν κάθε φορά στην κάψα του κορμιού του.
Ας είναι, σκέφτηκε… Σαν θα ‘πεφτε στο προσκεφάλι της, θα γινόταν θαλασσοταραχή και θα τον έπνιγε μέσα της… Θα 'κλαιγε θάλασσες και κάθε βράδυ θα τον έπνιγε... και θα πνιγόταν κι εκείνη σε φανταστικά κύματα ηδονής. Για όσες μέρες χρειαζόταν… Μέχρι να την θυμηθεί και να θελήσει να γευτεί την αρμύρα της ξανά.
Πόσα ταξίδια είχε ταξιδέψει μαζί του... Πόση ζωή είχε χάσει... Πόση ζωή είχε βρει...
ΠΗΓΗ:
http://tokarpouzi.blogspot.com/2008/06/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου