Πριν από δύο μήνες, στις 28.2.2010, στο blog “ANemos” διαβάσαμε αυτό:
Θα μιλάμε για όλους
Ενα κείμενο του Θανάση Τριαρίδη που το αναδημοσιεύω για να φτάσει σε όσο γίνεται περισσότερα λιμάνια και μάτια.
Μπορείτε να το βρείτε κι εδώ βεβαίως:
Με αφορμή μια απόλυση και μερικές δημόσιες επιστολές
http://www.triaridis.gr/keimena/keimD064.htm
α.
Ένα από τα ωραιότερα (και χρησιμοποιώ τη λέξη κυριολεκτικά) πράγματα που μας δώρισε ο δυτικός πολιτισμός (μέσα από μια επίπονη και μακρά διαδρομή, από το στίχο 979 του Οιδίποδα Τυράννου και τον Αριστοφάνη μέχρι τον Τζορντάνο Μπρούνο και τον Βολταίρο και τον Καμύ) είναι η συνειδητοποίηση της δυνατότητας του καθενός να φαντάζεται ό,τι θέλει, να σκέφτεται ό,τι θέλει και να λέει ό,τι θέλει και όπως θέλει. Χρειάστηκε η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός (μαζί με κάμποσους καμένους στις φλόγες διαφόρων «ιερών εξετάσεων») για να αποφασίσουμε (τουλάχιστον ως Δύση) πως δεν υπάρχουν άβατα στη φαντασία, στη σκέψη, στη έκφραση — πως εντέλει δεν υπάρχουν ιερά και όσια. Αν κάποιος θέλει να γράψει πως ο Χριστός έκανε σεξουαλικά όργια έχει το δικαίωμα να το γράψει, αν κάποιος θέλει να ζωγραφίσει τον Μωάμεθ έχει το δικαίωμα να τον ζωγραφίσει, αν κάποιος θέλει να γράψει πως ο Ύμνος του Σολωμού είναι ένα ποίημα εθνοφασιστικούμίσους που υμνεί τη σφαγή αμάχων επίσης πρέπει να έχει αυτό το δικαίωμα. Μα κι από την άλλη, αν κάποιος θέλει να γράψει έναν ρατσιστικό λόγο, ένα κήρυγμα τυφλού μίσους, ή να αμφισβητήσει το Ολοκαύτωμα ή να προσβάλει τη μνήμη των θυμάτων του πρέπει επίσης να το μπορεί… Μπορεί συχνά τέτοιες θέσεις να μας προκαλούν αναγούλα (και όντως οι λογής αρνητές του Ολοκαυτώματος τέτοια αισθήματα μου προκαλούν), αλλά όσο έχουμε χρέος να σταθούμε απέναντί τους και να αντικρούσουμε τις απόψεις τους άλλο τόσο έχουμε ηθική υποχρέωση να παλέψουμε ώστε ακριβώς αυτές οι απόψεις να μη λογοκριθούν, να μη φιμωθούν, να μην πνιγούν (και αυτή η αντίφαση είναι που κάνει τόσο γοητευτική και τόσο οριακά δύσκολη την ελευθερία της έκφρασης).
Η γνωστή ρήση του Βολταίρου (διαφωνώ με ό,τι λες αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες) έχει προφανώς καθολική ισχύ — δεν μπορεί να ισχύει κατά περίπτωση, κρίνοντας ποιος είναι φίλος μας ή εχθρός μας, «σύντροφος» ή πολιτικός αντίπαλος, ομοϊδεάτης ή διαφωνών, γνωστός ή ολότελα άγνωστος, άνθρωπος με σημαντικό έργο που εκτιμούμε ή κάποιος του οποίου η δημόσια παρουσία μάς προκαλεί αισθήματα αποστροφής. Δέχομαι πως η απόλυτη συνέπεια δεν υπάρχει σε πραγματικές συνθήκες — όποιος τη γυρεύει ή την επικαλείται μου προκαλεί φόβο. Μα, για μένα τουλάχιστον, είναι αυτονόητο πως, όσο συνεπέστεροι είμαστε σε αυτήν την αρχή, τόσο μεγαλύτερη βαρύτητα, τόση μεγαλύτερη σοβαρότητα έχουν τα λόγια μας (και συνακόλουθα η στάση μας).
Από τότε που άρχισα να εκφράζομαι δημόσια, προσπάθησα να εφαρμόσω στα γραπτά μου ετούτη την αρχή — κι όσο περνούν τα χρόνια νιώθω πως συχνά γίνεται εμμονή περίπου αυτιστική. Αναφέρω παραδείγματα: λάτρεψα το σολωμικό έργο (το οποίο με διαμόρφωσε) — μα συνάμα έγραψα μια σειρά κειμένων που χαρακτηρίζουν τον Ύμνο εις την Ελευθερία και τους στίχους που υμνούν τη σφαγή των αμάχων τηςΤριπολιτσάς ως ποίημα εθνοκαθαρτικού μίσους. Συνακόλουθα χαρακτήρισα τη σφαγή της Τριπολιτσάς ως την πρώτη οργανωμένη εθνοκάθαρση της ιστορίας — και στη συνέχεια έγραψα πως ο χασάπης Κεμάλ ήταν ο αξιότερος συνεχιστής του χασάπη Κολοκοτρώνη. Για την ίδια υπόθεση μίλησα για τον «εθιμοτυπικό φασισμό του Προέδρου της Δημοκρατίας» — κι ας ήξερα πως αυτό ήταν το αυτεπάγγελτο αδίκημα του 168 ΠΚ. Επικηρύχτηκα από τις ιστοσελίδες της Χρυσής Αυγής — ωστόσο εναντιώθηκα με κείμενά μου στο σπάσιμο των γραφείων τους, χαρακτηρίζοντας το γεγονός αυτό πράξη φασιστικής βίας. Βρέθηκα παντοειδώς στο στόχαστρο των λογής νεοναζί/νεοφασιστών, κακοποιήθηκα κατ’ επανάληψη στις τηλεοράσεις και στις έντυπά τους — μα εναντιώθηκα ρητά στις φασιστοειδείς καταστροφές των βιβλιοπωλείων τους και υπερασπίστηκα σε κείμενα και βιβλία μου με πάθος το δικαίωμα τους να είναι φασίστες και να εκφράζουν τα κηρύγματα του μίσους τους. Κάνοντας επίθεση στην πολιτική βία σε όλες τις εκδοχές της, εναντιώθηκα με την ίδια ένταση στη νεοναζιστική και στην «αντιεξουσιαστική βία (τους χαρακτήρισα αμφότερους «σύγχρονα τάγματα εφόδου» — και ήμουν ο πρώτος που χρησιμοποίησα αυτόν το χαρακτηρισμό για τον δήθεν «αντιεξουσιαστικό» χώρο που καμία σχέση δεν έχει με τη βαθιά ανθρωπιστική παράδοση του αναρχισμού). Αγάπησα αφάνταστα τη μουσική του Βέρντι — μα έγραψα ένα βιβλίο ενάντια στη ρατσιστική/αποικιοκρατική πολιτική προπαγάνδα στην οποία συνειδητά συνέπραξε με την Αΐντα. Λογοκρίθηκα από την εφημερίδα με την οποία συνεργαζόμουν όταν μίλησα για την κομμένη και διωκόμενη μακεδονική γλώσσα — και συνακόλουθα βρέθηκα σε ένα εξακολουθητικό πλέγμα αποκλεισμού από τον κυρίαρχο ελληνικό εθνικισμό. Ωστόσο, στη μοναδική συνέντευξη που έδωσα σε μακεδονικό μέσο ενημέρωσης (την εφημερίδα Βρέμε), μίλησα ενάντια και στον μακεδονικό εθνικισμό — επιμένοντας πως ο αντιεθνικιστικός αγώνας είναι κοινός και υπερεθνικός. Έγραψα σειρά κειμένων ενάντια στον αντισημιτισμό και υπέρ της μνήμη των χαμένων Εβραίων της πόλης μου, ίσως με μεγαλύτερο πάθος από κάθε άλλον (ήμουν ο μόνος που πρότεινα μετονομασίες δρόμων και νοσοκομείων της Θεσσαλονίκης, καθώς και την ίδρυση τμήματος εβραϊκών σπουδών στο ΑΠΘ) — μα, όταν κατήγγειλα τα εγκλήματα του κράτους του Ισραήλ και το Τείχος της Δυτικής Όχθης, βρέθηκα ο ίδιος κατηγορούμενος ως «αντισημίτης» ακόμη και με παραποίηση του ονόματός μου.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να υβρισθώ, να απειληθώ, να συκοφαντηθώ, να αποκλειστώ, να αποκτήσω χιλιάδες εχθρούς, να χάσω πολλές (ή και όλες) τις δυνητικές δουλειές, να μαλώσω με φίλους… Πιθανώς να έμεινα μόνος — αλλά έμεινα με τη χαρά πως, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, μπορώ να μιλάω για όλα. Πως δεν υπάρχει κανένα άβατο, κανένα «ιερό βιβλίο», καμιά «ιερή αγελάδα».
β.
Έρχομαι τώρα στην αφορμή αυτού του κειμένου: εδώ και μερικές εβδομάδες έχει πάρει ευρεία έκταση στον Τύπο και στο Ίντερνετ η είδηση της απόλυση του βιβλιοϋπαλλήλου Ντίνου Παλαιστίδη από τις εκδόσεις Άγρα. Ο Παλαιστίδης, υποστηριζόμενος από το συνδικάτο του, διαμαρτύρεται έντονα για την απόλυση (έγινε τρεις μέρες αφού τον δικαίωσε η Επιθεώρηση Εργασίας) και προσέφυγε στη Δικαιοσύνη. Οι εκδόσεις Άγρα απάντησαν καταγράφοντας τα δικά τους επιχειρήματα. Τότε 49 διανοούμενοι συνυπέγραψαν μια επιστολή υποστήριξης στις εκδόσεις Άγρα (στο εξής θα τους αναφέρω ως «49», μόλο που σταδιακά οι υπογραφές αυξάνονται): η επιστολή τους και η υπόθεση αυτή δημοσιεύτηκε σε εφημερίδες και στο Ίντερνετ. Στο μεταξύ πλήθηναν οι τοποθετήσεις και τα κείμενα συλλογής υπογραφών που τάσσονταν υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. (Αναλυτική αμφίπλευρη ενημέρωση βρίσκει κανείς στο blog των εκδόσεων Άγρα:http://agrapublications.blogspot.com/ και στο blog που εκφράζει τις θέσεις του απολυμένου και των συναδέλφων του απεργών: http://apolysiagra.wordpress.com/).
Ας ξεκαθαρίσω κάτι — γιατί στη συνέχεια θα είμαι αρνητικός ως προς τις ενέργειες του εκδοτικού οίκου και όσων τον υποστήριξαν: θεωρώ πως οι εκδόσεις Άγρα και τα κοντά χίλια βιβλία που εξέδωσαν τα τελευταία 30 χρόνια δεν είναι απλώς ένας «ποιοτικός εκδοτικός οίκος», αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο και σπουδαιότερο. Είναι ένα εκδοτικό φαινόμενο μοναδικό για τα δεδομένα της γλώσσας μας, και εντελώς δυσανάλογο με την ελληνική βιβλιοπαραγωγή και την ελληνική πνευματική πραγματικότητα των τελευταίων 30 χρόνων. Υπάρχουν τουλάχιστον 100 από τους τίτλους των εκδόσεων Άγρα που στέκουν στη βιβλιοθήκη μου ως ακριβά δώρα — βιβλία που έκαναν ομορφότερη τη ζωή μου. Κι ας σημειωθεί πως μιλάω ως αναγνώστης — και δεν έχω καμία σχέση με τις εν λόγω εκδόσεις, και δε θέλω να αποκτήσω: άρα δεν έχω κανένα συμφέρον να λέω τόσο επαινετικά λόγια.
Ωστόσο, από θέση αρχής, αυτή η παραδοχή δεν σημαίνει επ’ ουδενί πως ο Σταύρος Πετσόπουλος (ή οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος με εξίσου σημαντικό έργο) μπορεί να επικαλείται αυτό το έργο για να μην υποστεί την κριτική για την εργασιακή, πολιτική, πνευματική ή όποια άλλη του συμπεριφορά. Στη δική μου λογική, αυτά τα πράγματα είναι απολύτως ξεχωριστά: και ο Σολωμός είναι ένας μοναδικός δημιουργός που μας δώρισε φόρμα, γλώσσα και διανοητικούς ολέθρους ανεπανάληπτους — μα αυτό σημαίνει πως δε θα πούμε ότι οΎμνος εις την Ελευθερία (εφόσον το πιστεύουμε φυσικά) είναι ένα ποίημα εθνοφασιστικού μίσους που υμνεί τη σφαγή των αμάχων της Τριπολιτσάς; Κι ο Βέρντι είναι αδιανόητος δημιουργός: μα δε θα μιλήσουμε για την εν γνώσει του αποικιοκρατική πολιτική προπαγάνδα που έκανε με την Αΐντα; Και η Λένι Ρίνφεσταλ άνοιξε δρόμους στον κινηματογράφο: δε θα μιλήσοουμε για την αφοσίωση των εικόνων της στο ναζιστικό ιδεώδες τηςΑρίας Φυλής; Και ο Πάουντ και ο Σελίν με τα γραπτά τους σημάδεψαν τον 20ό αιώνα: δε θα σχολιάσουμε τη φασιστική προπαγάνδα του ενός και τον λυσσαλαίο αντισημιτισμό του άλλου; Και για να έρθω στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα: και ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πραγματικά ανεπανάληπτο μουσικό έργο και αρκετές ηρωικές στιγμές πολιτικής δράσης στη ζωή του — μα αυτό σημαίνει πως δεν έχουμε το δικαίωμα να αντιπαρατεθούμε στις ρατσιστικές απόψεις και τα κηρύγματα μίσους που κάνει την τελευταία δεκαετία; Από πότε το σπουδαίο ή και μοναδικό έργο ενός ανθρώπου τον βάζει στο απυρόβλητο της κριτικής;
Ας έρθω και στους 49 διανοούμενους, συγγραφείς, καθηγητές κλπ. που υπέγραψαν την επιστολή στήριξης των εκδόσεων Άγρα: προκαταβολικά ας επισημάνω, γιατί στη συνέχεια θα είμαι και προς αυτούς αρνητικός, πως ένας από αυτούς με έχει επηρεάσει εδώ και δεκαετίες αναμφίβολα και καθοριστικά με τα φιλολογικά γραπτά του και τις μεταφράσεις του (Δ.Ν. Μαρωνίτης) και τουλάχιστον άλλοι τρεις έχουν σημαντικότατο πνευματικό και επιστημονικό έργο που το γνωρίζω καλά (Ν. Βαλαωρίτης, Δ Καλοκύρης, Λ. Εμπειρίκος)· για όσους εκ των υπολοίπων ξέρω, και στο βαθμό που γνωρίζω τη δουλειά τους, έχω πολύ καλή γνώμη (κι αυτό μοιάζει αναμενόμενο, καθώς η δουλειά τους και τα βιβλία της Άγρας είναι εν πολλοίς συγκοινωνούντα δοχεία). Μα και εδώ ισχύουν όσα κατέγραψα προηγουμένως: η μεγάλη εκτίμηση δεν ακυρώνει την οποιαδήποτε κριτική (ενδεχομένως, σε κοινωνίες με πιο προχωρημένη κουλτούρα διαλόγου, να την καθιστούν περισσότερο επιβεβλημένη).
Προχωρώ στην αιτία της υπόθεσης: ο Πετσόπουλος ως εργοδότης απέλυσε τον υπάλληλο Παλαιστίδηχρησιμοποιώντας την κείμενη νομοθεσία — ο Παλαιστίδης απαντά με συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις, όπως επίσης έχει δικαίωμα να κάνει με την κείμενη νομοθεσία. Η διαφορά των δύο είναι εργασιακή. Ο Πετσόπουλοςθα παλέψει για την κόσμο του — όπως για τον κόσμο του παλεύει και ο Παλαιστίδης. Ο ένας έχει την οικονομική του δύναμη και το δικαίωμά του να απολύει, ο άλλος, σαφώς σε μειονεκτικότερη θέση, έχει (στο βαθμό που ο νόμος τού το επιτρέπει) την Επιθεώρηση Εργασίας, το συνδικάτο του και τη φυσική συμπάθεια όσων πληροφορούνται το γεγονός (απολύτως δικαιολογημένη, γιατί από τους δύο που συγκρούονται κάποιος είναι προφανώς ανίσχυρος και κάποιος είναι προφανώς ισχυρός — επί αιώνες ισχύει αυτό στις εργασιακές σχέσεις: θα ήταν παράλογο ο εργοδότης και να έχει το δικαίωμα να απολύει και ταυτόχρονα να γίνεται και συμπαθής). Και οι δύο πόλοι θα κάνουν καθετί για να υπερασπιστούν τον κόσμο τους. Φυσικά ο Παλαιστίδηςείναι ο αδύναμος: στο τέλος αυτής της σύγκρουσης ο Πετσόπουλος είναι πιθανόν (στη χειρότερη περίπτωση) να βρεθεί ηθικά ή οικονομικά πληγωμένος, μα ο Παλαιστίδης είναι ήδη άνεργος. Όσο κατανοώ την οικονομία και τις δομές της, βλέπω πως μέσα στις πραγματικές συνθήκες της αγοράς η μόνιμη υπαλληλική σχέση δείχνει να αποδεικνύεται μη λειτουργική (ή και φενακισμένη) και πως όποτε η υπαλληλική εργασία κρατικοποιήθηκε εντέλει γέννησε οικονομικά αδιέξοδα, χρεοκοπίες και συνακόλουθη φτώχεια — και γι’ αυτό ίσως οι υπαλληλικές σχέσεις εργασίας θα έπρεπε να αντικατασταθούν με αντίστοιχες συμμετοχικές/συνεταιριστικές. Μα συνάμα —κι αυτή είναι η αντίφαση— σκέφτομαι πως η ανεργία είναι μια κατάσταση πολέμου — ένα αδιέξοδο εντέλει υπαρξιακό. Όταν μια επιχείρηση λειτουργεί μέσα στο σημερινό πλέγμα της υπαλληλικής εργασίας και στήριξε την ακμή της και στη δουλειά των υπαλλήλων, πρέπει να σκέφτεται πως η απόλυση ενός υπαλλήλου της είναι εξαρχής μια ανθρώπινη ήττα όλων μας — και η ήττα αυτή γίνεται αβάσταχτη όταν η επιχείρηση είναι ανθηρή. Θαυμάζω τον Πετσόπουλο για το εκδοτικό έργο του, μα εύχομαι με όλη μου την ψυχή τα δικαστήρια να δικαιώσουν τον Παλαιστίδη — γιατί αυτός κινδυνεύει· γιατί, αν αυτός χάσει, περίπου χάνεται.
Ωστόσο οι 49 διανοούμενοι που υπέγραψαν επιστολή υποστήριξης για τις εκδόσεις Άγρα δε σκέφτηκαν παρόμοια — κι αυτό φυσικά είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους: εμπλέκονται σε μιαν εργασιακή διαφορά τασσόμενοι απόλυτα υπέρ του εργοδότη, δίνοντας επιπλέον ηθικοπολιτικό χαρακτήρα στην κίνησή τους. Έτσι παρουσιάζονται να γνωρίζουν με απόλυτη βεβαιότητα τις συνθήκες εργασίας (η αρμοδιότερη από τους ίδιους Επιθεώρηση Εργασίας δεν έχει την ίδια γνώμη) και θεωρούν «συκοφάντηση και διασυρμό» την πράξηΠαλαιστίδη. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είναι «συκοφάντηση» της Άγρας να ζητάει ο Παλαιστίδης καλύτερες συνθήκες εργασίας (αν ο Σταύρος Πετσόπουλος ζητούσε περισσότερα κέρδη θα τον μέμφονταν κανείς;). Δεν μπορώ να καταλάβω ποια εσωτερική γραμμή συνέπειας μπορεί να δικαιώσει την επιστολή των 49 στα μάτια των αναγνωστών της.
Εξηγούμαι: Αν κάτι με ενοχλεί στην επιστολή των 49 διανοουμένων που συνυπέγραψαν το κείμενο υποστήριξης των εκδόσεων Άγρα με αφορμή την απόλυση του εργαζόμενου Ντίνου Παλαιστίδη και την κινητοποίηση που προκλήθηκε είναι πως δεν τηρούν την αρχή της καθολικής υπεράσπισης των (όποιων) αξιών, αλλά επικαλούνται τις καθαυτό αξίες προσχηματικά. Λένε πως τους ενοχλεί που ένας εκδότης «απειλείται» — μα η προηγούμενη σιωπή τους ακυρώνει τη θέση τους: έμειναν σιωπηλοί όταν επί δύο χρόνια οι εκδόσεις Πατάκη αντιμετώπισαν την ακριβώς —πανομοιότυπη με τις εκδόσεις Άγρα— εργασιακή διαμάχη με δύο εργαζόμενους τους, έμειναν σιωπηλοί όταν οι εκδόσεις Γεωργιάδη, ιδιοκτησίας του γνωστού βουλευτή του ΛΑΟΣ Άδωνη Γεωργιάδη (που σε αναγνωστικό επίπεδο μου προκαλούν αποστροφή), έχουν πυρποληθεί και καταστραφεί κατ’ επανάληψιν (θεωρούν άραγε πως υπάρχουν «καλές πυρπολήσεις» εκδοτικών οίκων;), έμειναν σιωπηλοί όταν τα γραφεία του περιοδικού Ρεσάλτο πρόσφατα βανδαλίστηκαν. Πόσο πειστική μπορεί να είναι η διαμαρτυρία τους όταν γίνεται μοναχά για την περίπτωση του δικού τους εκδότη — ενώ προηγουμένως άλλοι εκδότες βρέθηκαν σε αντίστοιχη ή και πολύ χειρότερη θέση; (Κι αυτά τα γράφει ένας άνθρωπος —μιλώ για τον εαυτό μου— τον οποίο το περιοδικό Ρεσάλτο έχει κατ’ επανάληψη κατηγορήσει ως «πράκτορα»).
Και να προχωρήσω παρακάτω: οι 49 λένε πως δεν τους αρέσει η προσπάθεια «κατασυκοφάντησης». Δυστυχώς και πάλι δε με πείθουν πως αγωνιούν να μη «συκοφαντηθεί» αφηρημένα κάποιος άνθρωπος αλλά ο συγκεκριμένος άνθρωπος που είναι φίλος τους, συνεργάτης τους, εκδότης τους, «σύντροφός τους». Επί δεκαετίες εκατοντάδες άλλοι συγγραφείς, αρθρογράφοι και ακτιβιστές κατασυκοφαντούνται και απειλούνται — και όχι για πράξεις τους αλλά για απόψεις τους. Γιατί οι 49 το αποδέχονταν εξακολουθητικά γι’ αυτούς και οργίστηκαν για τη διαμαρτυρία ενός υπαλλήλου για την απόλυσή του; Να γίνω και πιο συγκεκριμένος αναφέροντας ονόματα ανθρώπων των οποίων τα κείμενα και τις δράσεις έτυχε να παρακολουθώ — ασφαλώς υπάρχουν και πολλοί άλλοι: εδώ και πολλά χρόνια ο Νίκος Δήμου, ο Παναγιώτης Δημητράς, ο Γρηγόρης Βαλιανάτος, ο ΠέτροςΒοσκόπουλος, ο Δημήτρης Λιθοξόου, ο Ριχάρδος Σωμερίτης, ο Γιώργος Νακρατζάς (συγγραφέας και εκδότης είναι κι αυτός — για να μην ξεχνιόμαστε), ο υπογράφων, και κάμποσοι ακόμη, υβριζόμαστε, απειλούμαστε,συκοφαντούμαστε σε ολόκληρο τον ελληνικό Τύπο (από το Στόχο ώς την Ελευθεροτυπία και τις εφημερίδες της «Αριστεράς») και σε ολόκληρο το ελληνόγλωσσο Ίντερνετ (από την ιστοσελίδα της Χρυσής Αυγής μέχρι τα «αντιεξουσιαστικά» σάιτ), όχι επειδή απολύσαμε κάποιον υπάλληλό μας, αλλά επειδή γράψαμε την (σωστή ή εσφαλμένη) άποψή μας ενάντια στα έθνη, τις θρησκείες ή την πολιτική βία. Προσωπικά θεωρώ την ύπαρξη όλων αυτών των εναντίον μας δημοσιευμάτων ευλογία — και θα έδινα κάθε είδους αγώνα για να συνεχίσουν να υπάρχουν (ακόμη κι όταν με ζωγραφίζουν μέσα σε κρεμάλες). Μα οι 49 διανοούμενοι της Άγρας είναι στα μάτια μου ξεκρέμαστοι: γιατί δεν τους ενόχλησε αυτή η πολύχρονη συκοφάντηση που συχνότατα φτάνει στα όρια της επικήρυξης, μα στρατεύτηκαν μονομιάς ενάντια σε έναν εργαζόμενο που… διαμαρτύρεται για την απόλυσή του; Μπορεί κανείς να δίνει δίκιο στον Ντίνο Παλαιστίδη, μπορεί να του δίνει άδικο — μα γιατί είναι «συκοφάντηση» η προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας, γιατί είναι «λέρωμα» η διαμαρτυρία του;
Κι επειδή τα κείμενα μου δημοσιεύονται μοναχά στο Διαδίκτυο (κανένα ΜΜΕ δε θέλει οποιαδήποτε συνεργασία μαζί μου, γεγονός όχι δυσάρεστο), ας το απλώσω λίγο ακόμη (ο χώρος μου είναι απεριόριστος): Γιατί κάποιος από τους 49, έστω κι ένας (λ.χ. ο Παντελής Μπουκάλας που, εκτός των άλλων, υπήρξε και εκλεγμένος συνδικαλιστής δημοσιογράφος στην ΕΣΗΕΑ) δε μίλησε όταν το κείμενό μου για την απαγορευμένη μακεδονική γλώσσα λογοκρίθηκε από την εφημερίδα Μακεδονία, όταν μητροπολίτες με αποκαλούν από τηλεοράσεως σταγονίδιο ή απαιτούν να διωχτώ από την Ελλάδα, όταν οι εφημερίδες και τα κανάλια τις Ακροδεξιάς απαιτούν να καώ (ακόμη κι όταν ο καθηγητής Ευρ. Γαραντούδης έγραψε κριτική για κάποιο βιβλίο μου, ζητήθηκε η κεφαλή του επί πίνακι από το επίσημο έντυπο του ΛΑΟΣ), όταν ο τότε εκπρόσωπος του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών (και νυν ευρωβουλευτής της ΝΔ) Γ. Κουμουτσάκος(εκπροσωπώντας το ίδιο το ελληνικό κράτος) είχε πει για όσους συμμετείχαν στην έκδοση του μακεδονικούΑμπετσενταριού (εγώ έγραφα το Επίμετρο) «ξέρουμε ποιοι το βγάζουνε και τους παρακολουθούμε…»; Δεν είχασυκοφαντηθεί, υβρισθεί, απειληθεί, λογοκριθεί κι εγώ σε όλες ετούτες τις περιπτώσεις —και μάλιστα διά του Τύπου— ώστε ο καλός αρθρογράφος να διαμαρτυρηθεί; (Χρησιμοποιώ το όνομα του Π. Μπουκάλα ακριβώς επειδή ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει επί χρόνια καθημερινό βήμα σε μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες — αντίστοιχα θα μπορούσα να αναφέρω και οποιονδήποτε άλλον από τους 49).
Δυστυχώς όλα τα παραπάνω ερωτήματα δεν έχουν απάντηση — και συνάμα υπονοούν και μια προφανή πραγματικότητα. Οι 49 υπογράψαντες υπέρ των εκδόσεων Άγρα δεν το έκαναν επειδή ένας εκδοτικός οίκος «απειλήθηκε» (είδαμε ότι στις αντίστοιχες «απειλές», ή και πολύ μεγαλύτερες και πραγματικά τρομοκρατικές απειλές, εκδοτικών οίκων σιώπησαν), μήτε γιατί αγανάκτησαν που ο Σταύρος Πετσόπουλος «συκοφαντείται» (έχουν συκοφαντηθεί πολύ σκληρότερα πολλοί περισσότεροι, και αυτοί και πάλι σιώπησαν εκκωφαντικά). Οι 49 υπογράψαντες υπέρ της Άγρας συνυπέγραψαν την επιστολή τους επειδή ο Σταύρος Πετσόπουλος ήταν «δικός τους», «εκδότης τους», «σύντροφός τους», μέλος της «πνευματικής τους παρέας». Φυσικά και έχουν το απόλυτο δικαίωμα να το κάνουν — και πρέπει να υπερασπιστούμε με τρόπο εξίσου απόλυτο το δικαίωμα τους να γράψουν άλλες χίλιες αντίστοιχες επιστολές ή ό,τι άλλο επιθυμούν. Μα σε επίπεδο δραστικότητας έχω να πω πως το κείμενο αυτό δε με πείθει διόλου — άρα ως προς το σκοπό του είναι ένα κακό (και προχειρογραμμένο) κείμενο. Και όποιος το έγραψε και έβαλε τους συγγραφείς να το υπογράψουν δε σεβάστηκε μήτε την υψηλότατη ποιότητα των εκδόσεων Άγρα, μήτε και το έργο μερικών εκ των 49 (ας πούμε, απορώ πώς ο Δ. Ν. Μαρωνίτης, πρώτος υπογράψας, μπόρεσε καν να διαβάσει ένα τόσο κακογραμμένο και δομικά προβληματικό κείμενο).
γ.
Κι αν οι 49 δε με πείθουν, η εφημερίδα Αυγή με έπεισε για μιαν ακόμη φορά πως υπηρετεί την «αριστερήβιοθεωρία του αριστερού στόχου» — ενός στόχου που υπερτερεί της δημοκρατικής αρχής να μη λογοκρίνονται κείμενα και απόψεις. Πρόσφατη σχετικά ήταν η λογοκρισία κειμένων του Διονύση Γουσέτη γιατί τους φάνηκαν φιλελεύθερα — τώρα επιχείρησαν να λογοκρίνουν έναν άνθρωπο που μάλλον αυτοπροσδιορίζεται στους αντίποδες του φιλελευθερισμού. Πιο συγκεκριμένα, ο εκδότης του περιοδικού και των εκδόσεων Πανοπτικόν, μεταφραστής και δοκιμιογράφος Κώστας Δεσποινιάδης έστειλε στην Αυγή ένα κείμενο οξείας κριτικής για τους 49 και τη δήλωσή τους (ας σημειωθεί πως έχει ξαναδημοσιεύσει κι άλλοτε κείμενό του στην Αυγή και του είχε ζητηθεί επαναληπτικά συνεργασία). Το κείμενο κυκλοφόρησε εντέλει στις 25 του Φεβρουαρίου στο Διαδίκτυο, όπου ο Δεσποινιάδης έκλεινε με την ακόλουθη σημείωση: «Το κείμενο δόθηκε για δημοσίευση στα «Ενθέματα» της Αυγής —από όπου είχα στο παρελθόν ανοιχτή πρόσκληση συνεργασίας— στις 22.2.2010. Δύο ημέρες μετά με ενημέρωσαν ευγενικά ότι δεν μπορούν να το δημοσιεύσουν. Καλό είναι, στις αρχές του 21ου αιώνα, να θυμόμαστε όλοι ότι ο σταλινισμός είναι κυρίως νοοτροπία και λιγότερο ιδεολογία…» Την αμέσως επόμενη μέρα (26.2.2010) η Αυγή (http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=526135) ξανάνοιξε ξαφνικά το θέμα Παλαιστίδη, όπου λέει κάποιες διόλου πειστικές στα μάτια μου δικαιολογίες για τη μη δημοσίευση του κειμένου του ΚώσταΔεσποινιάδη (ότι «ήταν μεγάλο», ότι του πρότειναν «να μειώσει 500 λέξεις και αυτός δεν δέχτηκε» — μα τότε γιατί δεν του αντιπρότειναν να το δημοσιεύσουν ως είχε σε δύο συνέχειες, ή να το βάλουν ολόκληρο μόνο στην ηλεκτρονική τους, έστω, έκδοση;). Αν αφήσουμε στην άκρη τα προσχήματα, αναδεικνύεται το ουσιώδες ερώτημα: τι τους ενόχλησε στο κείμενο του Δεσποινιάδη (με τον οποίο, ας σημειώσω, έχω επί χρόνια προσωπική σχέση και συνεργασία — και συνάμα αρκετές σημαντικές πολιτικές διαφωνίες); Γιατί ήταν μηδημοσιεύσιμη η θέση του για ένα εκδοτικό/πνευματικό ζήτημα (μόλο που λόγω αντικειμένου θα άξιζε τον κόπο να μάθουν οι αναγνώστες τις Αυγής της θέσεις και τις απόψεις ενός νεότερου εκδότη και δοκιμιογράφου για το θέμα αυτό);
Την ίδια μέρα, στην ίδια ηλεκτρονική διεύθυνση όπου η Αυγή προσπαθούσε να δικαιολογήσει την κατηγορία της προφανούς λογοκρισίας, εμφανίστηκε και μια ακόμη δήλωση 18 συγγραφέων/διανοουμένων (με επίσης σημαντικότατους δημιουργούς ανάμεσά τους, όπως ο Έκτωρ Κακναβάτος, ο Σάββας Μιχαήλ, οΕυτύχης Μπιτσάκης κ.ά.), οι οποίοι βρίσκουν μεν μια κουβέντα συμπαράστασης στον απολυμένο Παλαιστίδη, ωστόσο στη συνέχεια υποστηρίζουν πως η ποιότητα της δουλειάς κάποιου τον καθιστά ηθικά υπέρτερο: Η «Άγρα» δεν είναι μια οποιαδήποτε καπιταλιστική επιχείρηση: διακρίνεται για την ποιότητα των εκδόσεών της… Προβληματίζομαι αν ο συντάκτης του κειμένου αυτού και οι υπογράψαντες θέλανε πράγματι να πούνε αυτό που εντέλει λένε: πως ανάλογα με την ποιότητα (κριτήριο καταφανώς υποκειμενικό) κρίνουμε και την εργασιακή συμπεριφορά του εκδότη. Βλέποντας τούτη τη σύνδεση ποιότητας και ηθικής, κρίνω πως έχουμε είτε φανερό ανορθολογισμό, είτε κάτι χειρότερο — και επιλέγω να πω πως έχουμε το πρώτο.
Μα ετούτος ο φανερός ανορθολογισμός της δήλωσης των 18 συνδυασμένος με την συμπεριφορά τηςΑυγής προς τον Δεσποινιάδη και την προσχηματικότητα της δήλωσης των 49 αφήνει να πλανάται μια αίσθηση: πως υπάρχουν πρόσωπα που δε θίγονται και πως, αν θιγούν, μια μεγάλη «αριστερή πνευματική πανστρατιά» θα συγκροτηθεί για μια ακόμη φορά με κεντρικό σύνθημα «ο μη ων μετ’ εμού, κατ’ εμού εστί» (αγγλική απόδοση:You hit me, we hit you). Αυτό το βαθύτατα φασιστικό σύνθημα το έχω ακούσει ευθέως ή εμμέσως κι εγώ από «αριστερά» χείλη (λογοτεχνών, καθηγητών πανεπιστημίου, δημοσιογράφων, κριτικών, βιβλιοπωλών) για όσα εγώ έγραψα για τον Ύμνο εις την Ελευθερία και τις δοξολογίες του φόνου — και οφείλω να πω πως ακόμη και ο αδιόρατος υπαινιγμός του μου προκαλεί αντανακλαστική τοποθέτηση. Όσο κι αν θαυμάζω τον ΣταύροΠετσόπουλο για τον πραγματικά μοναδική του προσφορά στην ελληνική εκδοτική ιστορία, όσο κι αν εκτιμώ πολύ αρκετούς από τους 49+18, εφόσον η Αυγή αρχίζει να λογοκρίνει υπέρ τους και εφόσον οι ίδιοι επέτρεψαν με τη στάση τους να πλανάται στον αέρα αυτή η αίσθηση του «ο μη ων μετ’ εμού» και δεν κάνουν το παν για να την ακυρώσουν, είμαι ήδη, από θέση αρχής, απέναντί τους.
Όπως γίνεται σαφές, το πολιτικό πρόβλημα της ιστορίας δεν είναι η απόλυση Παλαιστίδη από τις εκδόσεις Άγρα (η οποία είναι μια εργασιακή διαμάχη και ένα προσωπικό αδιέξοδο — του Παλαιστίδη…). Δεν είναι καν το πότε μιλούμε δημόσια και πότε σιωπούμε, το αν υπερασπιζόμαστε αρχές ή προσωπικές σχέσεις — δεν είναι κακό να υπερασπιζόμαστε προσωπικές σχέσεις (και βέβαια θα κριθούμε για το αν το λέμε ευθέως ή αν προτάσσουμε ηθικοπολιτικές αξίες). Το μείζον πολιτικό πρόβλημα πλέον είναι το εάν δεχόμαστε πως υπάρχουν πρόσωπα που μπορούν να βρίσκονται στο απυρόβλητο· πρόσωπα που, για την προστασία τους, η λογοκρισία είναι αποδεκτή μέθοδος. Η προσωπική μου απάντηση (και μόνο προσωπικές απαντήσεις υπάρχουν) νομίζω πως είναι προφανής: Όχι, δεν υπάρχουν τέτοια πρόσωπα. Θα μιλάμε για όλους και θα κάνουμε κριτική σε όλους. Και στον Πετσόπουλο, και στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και στον Σολωμό, και στον Προφήτη Μωάμεθ, και στον Θεό, και στον Διάβολο. Και φυσικά και σε μένα που ιστορώ — αυτό δα έλειπε.
Να το πω κι αλλιώς — και όσο πιο καθαρά μπορώ: αν υπάρχουν 49+18 διανοούμενοι (επαναλαμβάνω: ορισμένοι από αυτούς εξαιρετικά σημαντικοί) και μαζί τους η «Αριστερή» Αυγή (και όποια άλλη εφημερίδα) που πιστεύουν πως υπάρχουν «ιερά» και «όσια» που δεν αγγίζονται (ο Πετσόπουλος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Σολωμός, ο Προφήτης Μωάμεθ, ο Θεός, ο Διάβολος ή όποιος άλλος), πολύ φοβάμαι πως (ασυνείδητα ή συνειδητά) έχουν ήδη αποδεχτεί πως υπάρχουν ιερές αγελάδες, ζώα πιο ίσα από τα άλλα, ένας «σκοπός» πάνω από οποιαδήποτε αξία που αγιάζει τα μέσα… Κι αυτή η παραδοχή είναι η πρώτη και πυρηνική αφετηρία του φασισμού.
Θ. Τ. — 26.2.2010
ΠΗΓΗ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου