Στις 14.4.2008, στο blog “Locus Publicus” διαβάσαμε αυτό:
Αφέντη μου και Κύρη μου
Ανοιξε το παράθυρο για να δεί το φώς της ημέρας. Χύθηκε στο σπίτι ο ήλιος και οι μυρωδιές της άνοιξης. Ο κήπος με τις τριανταφυλλιές, τις πορτοκαλιές, τα γιασεμιά. Η στενή οδός με τα τα όμορφα φαναράκια και το πλακόστρωτο πεζοδρόμιο. Ηταν ένα απο τα πιό όμορφα σπίτια στο χωριό, φτιαγμένο απο πέτρα και ξύλο. Ενα ψηλοτάβανο νεοκλασσικό, έργο του δαιμόνιου πατέρα του, του υφασματέμπορα. Σ’ αυτό μεγάλωσε, στην οδό Μπότσαρη. Απέναντί του ο Αη Γιώργης, μεγαλοπρεπές βυζαντινό κατασκεύασμα με δύο καμπαναριά. Και στην κορφή του γαλάζιου τρούλου, μια φωλιά με πελαργούς. Δύο νεογέννητα και η πελαργίνα. Θα μείνουν εκεί μέχρι να μάθουν να πετάνε. Χτυπάνε τώρα τα αδύναμα φτερά τους και ετοιμάζονται για την μεγάλη πτήση. Η πελαργίνα πηγαινοέρχεται φέρνοντας φαγητό. Η καμπάνα χτυπά. Είναι η ώρα της δοξολογίας.
Αρμάθα στην ντουλάπα τα κουστούμια, τα καλοσιδερωμένα πουκάμισα, τα γυαλισμένα παπούτσια. Θέλει σκέψη το ντύσιμο της μέρας. Προτιμάει τα ανοιχτόχρωμα κουστούμια με τις μονόχρωμες γραβάτες. Και τη ρεπούμπλικα. Ο κόσμος τον ξέρει πάντα καλοντυμένο, αφεντικό και νοικοκύρη, σοβαρό, δίκαιο και βλοσυρό. Και εκείνος, δέχεται τους χωρικούς στο σπίτι, στο ειδικό δωμάτιο με τα ασημικά και το τζάκι, τα γαλλικά φωτιστικά και τα αρμένικα χαλιά. Τους ακούει, τους συμβουλεύει, τους κάνει χάρες. Φωνές, τρεχαλητά ακούγονται στο κάτω μέρος του σπιτιού. Θα είναι ο Μπαρχαμπάς, ο ιδιαίτερος του σπιτιού. Είναι κανονισμένος νάναι εκεί κάθε πρωί στις 10. Και η Ανθή, η γυναίκα που καθαρίζει το σπίτι, μαγειρεύει για τα παιδιά και τακτοποιεί το νοικοκυριό.
Μεγάλο τούτο το σπίτι, χωράει τόσα παιδιά και υπηρέτες. Τα υπνοδωμάτια στον δεύτερο όροφο, βιβλιοθήκη και σαλόνι στον πρώτο, το ειδικό δωμάτιο για τις επισκέψεις. Το γραφείο του. Στο πίσω μέρος του σπιτιού η κουζίνα, το δωματιάκι με τα μπαχαρικά, το λάδι και τα κρασιά, χώρια ο ασβεστωμένος φούρνος για το ψωμί. Η Ανθή του μιλάει για τις ανάγκες του σπιτιού. Τα ψώνια, τις πιστώσεις που πρέπει να πληρωθούν, αγορές και δώρα για τα κοινωνικά. Τα παιδιά θέλουν ρούχα, θα χρειαστεί ενα ταξίδι στην Πάτρα, στις αρχές του Μάη. Τα βαφτίσια, οι γάμοι, τα φακελάκια για τους γονείς, τους νιόνυμφους και τον παπά. Πές τα γρήγορα Ανθή μου γιατί βιάζομαι. Πόσα παιδιά βάφτισα πέρσι; Δώδεκα. Και πόσα ζευγάρια πάντρεψα; Εννέα. Πές μου και το γενικό σύνολο για να το θυμάμαι. Εκατόν είκοσι γάμοι και διακόσια βαφτιστήρια κύριε Γιώργο. Χώρια τα φετινά.
Σκληροτράχηλος άνθρωπος αυτός ο Μπαρχαμπάς. Και έμπιστος. Ξέρει τα μυστικά του. Για τα αρχαία που βρέθηκαν στο αρχαίο θέατρο, και που τώρα είναι κρυμμένα στο υπόγειο. Για την παραγωγή του λαδιού και του καπνού. Για τα προβλήματα των εργατών, τις χάρες των πολιτικών, τα μπαξίσια στο δεσπότη. Γυάλισε το μάτι του Μπαρχαμπά σαν μέτρησε κάποτε τις χρυσές λίρες. Πέντε χιλιάδες λίρες Αγγλίας, Εδουάρδου. Αφουγκράστηκε ο φτωχός, δεν είχε ποτέ του δεί τόσο πλούτο μαζεμένο, σαν να ταράχτηκε, αλλά φωνή δεν έβγαλε. Η γή φέρνει λεφτά, Μπαρχαμπά. Αν όλα πάνε καλά φέτος, τετρακόσιοι άνθρωποι θα πληρωθούν και θα ταίσουν τα παιδιά τους. Ναί κύρ Γιώργο, ψέλισε ο φτωχός θεληματάς, και κοίταξε αμήχανα το ταβάνι. Να σας έχει ο Θεός καλά.
Σήμερα είναι Κυριακή. Μετα την εκκλησία θα αρχίσουν οι επισκέψεις. Τι έχουμε σήμερα Μπαρχαμπά; Τον κύριο Κριεμπάρδη της Τραπέζης θα τον συναντήσω στις δύο. Θα τα πούμε λίγο μέχρι να μας φωνάξει η Ανθή για φαγητό. Δεν χρειάζεται μουσική. Μεγάλη Εβδομάδα έρχεται, νηστεία. Φέρε μονάχα κρασί απο το βαρέλι το παλιό, το προπέρσυνο. Ποιός άλλος ζήτησε να με δεί; Ο Δημήτρης, ο επιστάτης. Πέστου νάρθει στις έντεκα, εκκρεμούν κάτι υποθέσεις. Τον Μιχάλη τον θέλω αμέσως. Ξέρω τι με θέλει. Λεφτά χρειάζεται. Χτίζει σπίτι και τον έχουν κατασπαράξει οι τοκογλύφοι. Εκανε λάθος που δεν μου μίλησε.
Ο υπουργός πίνει καφέ στου Ζαχαράτου. Ομορφος καφενές της Αθήνας. Συχνάζουν εκεί πολιτικοί και συγγραφείς, διανοητές του τόπου, εκδότες και θεατράνθρωποι. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες κρεμονται στους μουσταρδί τοίχους, μαρμάρινα τραπεζάκια και μαύρες δερμάτινες καρέκλες. Οι ανεμιστήρες ανακυκλώνουν τον αέρα.
Θυμάται πως μπήκε δειλά στο καφενείο. Είχε έρθει στην Αθήνα να δεί τον υπουργό. Οι κομματάνθρωποι της επαρχίας είχαν μιλήσει στον ιδιαίτερο του υπουργού. Θα τον έβλεπε για λίγα λεπτά. Είχε ήδη προετοιμάσει τα λεγόμενα. Ο προσωπικός του υπουργού τον συνόδευσε στο εσωτερικό του καφενείου. Ενοιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι, ένα κόμπο στο λαιμό. Σε μια γωνιά του καφενέ, πίσω απο τον τοίχο που έκρυβε το χώρο, δίπλα στο ηλεκτρόφωνο και τις μεγάλες γλάστρες με τα δένδρα, επιβλητικός, τεράστιος και σοβαρός, ο υπουργός διάβαζε την εφημερίδα του. Δίπλα του δύο καλοντυμένοι κύριοι.
Καθώς ο ιδιαίτερος έκανε τις συστάσεις, εκείνος ρουφούσε την εικόνα του μεγάλου άντρα. Ψηλός, άψογα ντυμένος, εμφανίσιμος. Μεγάλα φρύδια, επιβλητικός, έμοιαζε να κυριαρχούσε απόλυτα στο χώρο. Είχε τον αέρα του ηγέτη, το έβλεπε κανείς με την πρώτη ματιά. Τον κοίταξε απευθείας στα μάτια, μια ματιά που θα τη θυμάται για όλη του τη ζωή, σαν να τον μέτραγε και να τον αξιολογούσε. Δεν φαντάστηκε τη στιγμή εκείνη πως απευθυνόταν στον αυριανό πρωθυπουργό της χώρας, τον άνθρωπο που θα σημάδευε βαθιά τη ζωή και πορεία της χώρας. Απεύθυνε έναν ευγενικό χαιρετισμό.
«Πόσα παιδιά έχετε κύριε Γιώργο;». Δέκα κύριε υπουργέ. Τον κοιτούσε με ύφος σοβαρό, κάποτε όμως του χαμογέλασε. «Μεγάλη οικογένεια. Να είστε καλά. Σε τί θα μπορούσα να σας βοηθήσω;». Δεν ήταν σίγουρος τί εντύπωση θα έκανε, ένοιωσε ξαφνικά μικρός και αδύναμος. Αυτός, ο κομματάνθρωπος της επαρχίας με τα διακόσια βαφτιστήρια, αφέντης της ζωής ενός ολόκληρου χωριού, άρχοντας της γής, μέ υπηρέτες, άλογα και λίρες Εδουάρδου, ένοιωσε ξαφνικά μικρός και ασήμαντος. Εφερνε στο κόμμα πολλούς ψήφους, ένα ολόκληρο χωριό. Τάιζε τους πολιτικούς της επαρχίας, τους γέμιζε λεφτά. Ηξερε πως στη λογική του κόσμου και της πατρίδας που ζούσε, θα μπορούσε να ζητήσει κι’ αυτός κάτι για ανταλλαγή. Και ήταν σίγουρος πως θα του έκαναν τη χάρη. Αλλά κάτι τον ενόχλησε στιγμιαία. Ενοιωσε πως ο υπουργός μάλλον δεν είχε και πολύ υπομονή με ανθρώπους που ζητούσαν χάρες. Ισως και να μήν τους συμπαθούσε. Τί σημασία είχε όμως. Ο ιδιαίτερος του είχε πεί να είναι ευθύς και σαφής. Ξεστόμισε την επιθυμία του.
Στην εκκλησία της Κυριακής, άναψε ένα κερί στον Αη Γιώργη. Εσκυψε ευλαβικά και φίλησε την εικόνα της Παναγίας. Ανάσανε το λιβάνι του ναού, άφησε τα χρήματα στο παγκάρι, και έπιασε τη θέση του για τη δοξολογία. Την άλλη Δευτέρα, η μικρή του κόρη Αννα θα άρχιζε δουλειά στο υπουργείο δημοσίων έργων. Θα ήταν μια καλή και σταθερή δουλειά. Αφησε το μυαλό του να πετάξει μακριά, σκέφτηκε τον μεγάλο άντρα. Ενοιωσε μειωμένος απο τη συνάντηση, ταραγμένος απο την σιωπηλή απόρριψη, ένοιωσε πίκρα και θυμό για την πολιτική. Είχε κερδίσει μια μάχη μικρή, σημαντική ίσως γι’ αυτόν, σίγουρα όμως ανύπαρκτη και ασήμαντη για τον υπουργό. Καθώς έβγαινε απο την εκκλησία στο προαύλιο, ήρεμος απο τους βυζαντινούς ψαλμούς και την κατάνυξη της λειτουργίας, έστρεψε το βλέμμα του προς τον τρούλο της εκκλησίας. Εκεί ψηλά, με φόντο τον απέραντο μπλέ ουρανό, είδε τους νεογνούς πελαργούς να απογειώνονται. Χτυπώντας τα φτερά τους με αυτοπεποίθηση, και κάτω απο την επίβλεψη της μάνας πελαργίνας, στάθηκαν για λίγο στον αέρα, φτεροκοπώντας πάνω στο ίδιο μετέωρο σημείο. Και ξάφνου με μια κίνηση αποφασιστικότητας, ξετινάχτηκαν στο απόλυτο κενό και χάθηκαν στον ουρανό.
ΠΗΓΗ:
http://locuspublicus.blogspot.com/2008/04/blog-post_14.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου