Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

«Οι άγγελοι και οι διάβολοι της ζωής μας» [Από το blog “Ελαφηβολιών”]


Πριν από ένα ακριβώς μήνα, στις 21.11.2009, στο blog “Ελαφηβολιών” της Βάσσιας, διαβάσαμε αυτό:


Οι άγγελοι και οι διάβολοι της ζωής μας


Είναι καιρός να συναρμολογήσω τον κόσμο μου.

Το αποφάσισα, μία ημέρα Σεπτεμβρίου....


Ποιο είναι το πρώτο κομμάτι; Η γέννηση; Η επώδυνη εγκυμοσύνη που χρειάστηκε επισκέψεις στον γιατρό αλλά αποφασίσθηκε η γέννηση μου;

Μήπως γράφτηκε τότε το βιβλίο μου; Το διάβασε κανείς; Μήπως τυχόν με έσωζαν αν με άφηναν να πεθάνω;


Ποιο είναι το δεύτερο; Η παιδική ηλικία: Νομίζω ότι σταμάτησε στα 11 - είναι τόσο καλά καταχωνιασμένη που ακόμα κι εγώ η ίδια αδυνατώ να την ανασύρω.

Η φωνή που αντηχούσε τρεις δρόμους παρακάτω και μια ολόκληρη συνοικία μάθαινε πως με λένε, τι ώρα τρώω τι ώρα πάω για ύπνο.

Η γλυκιά, ήρεμη κατευναστική φωνή, "άστο παιδί να παίξει λίγο ακόμα, νωρίς είναι".

Ότι ακριβώς έλεγα στο δικό μου παιδί και ότι ακριβώς δεν έκανα. Πήγαινα κοντά του και του μιλούσα, έλα του έλεγα, είναι ώρα για ύπνο. Όμορφες εποχές, που κι αυτές τις έχασα, κάπου τις έκρυψα πάλι και δεν θυμάμαι που.

-Διάβασα μαμά.

-Μπράβο παιδί μου, εσύ θα γίνεις μεγάλη , θα σπουδάσεις θα παντρευτείς έναν σπουδαίο και θα ζήσεις σπουδαία.

-Ναι μαμά, θα γίνω σπουδαία.

Υπήρξα σπουδαία για λίγο στη ζωή μου, όταν μου επετράπη να γίνω μάνα. Το μόνο σπουδαίο, που κι αυτό με τίναξε ψηλά και με άφησε να σκάσω στον παγωμένο δρόμο της άγνοιας, όταν όλη η μέχρι τότε ζωή έγινε άμμος, καπνός κι εγώ ένα δένδρο καμένο στη μέση της.


Το τρίτο κομμάτι; Εφηβεία; Νομίζω ότι κάπου συναντηθήκαμε, κάτω από τα Πεύκα, να χαϊδεύουμε ο ένας τον άλλο. Να φιλάμε τα άγνωστα χείλη μας, το νεανικό μας. Η πρώτη αγάπη. Ο πρώτος άνθρωπος που με αγάπησε, ο δεκαεφτάχρονος που παρουσίαζε τα σημάδια της γέννας ως σεξουαλική προϋπηρεσία, αδυνατώντας να δεχθεί το γεγονός της παρθενίας του. Κι η δεκαεφτάχρονη που άνοιγε με θαυμασμό τα μάτια και κοίταζε τον ήρωα της παρασυρμένη στις αφηγήσεις του.

Με έκανες δική σου κάτω από τον ουρανό και η απειρία μας ήταν η συντροφιά στον άγουρο πόθο μας. Τα κορμιά μας ξαπλωμένα στις μαύρες σκληρές πέτρες του λιμανιού, απόμερα, σκοτεινά κι εμείς να φέγγουμε. Νέοι, όμορφοι, ερωτευμένοι.


Ο γάμος μου, που ήταν από την αρχή ληγμένος, ο γάμος σου που μέχρι σήμερα τον έχεις τιμήσει κι έχεις απλώσει τα χέρια παραδομένος σε αυτό που σιγοτρώει την αγαπημένη σου. Στην απώλεια ενός λογικού που πάει κι έρχεται κατά πως το βολεύει, σκληραίνοντας τις ψυχούλες των παιδιών και σκαλίζοντας τη δική σου.

Ευτυχώς είχα τα νιάτα και την ορμητικότητα και την έλλειψη λογικής για να οδηγηθώ στη φυγή από τη δική μου φυλακή. Όσο κι αν την έντυσα προσπάθεια, αγάπη, γάμος, οικογένεια, στην ουσία ήταν τυχαία.

Αν ήξερα θα είχα προτιμήσει τη φυλακή, τα πάθη, τον εξευτελισμό, μάλιστα θα τα είχα ονομάσει ευτυχία, προκειμένου να είχαμε γλιτώσει το γκρέμισμα της ψυχής μας και τη σφαγή της αθωότητας.


Οι άγγελοι που μας φυλάνε έχασαν κάποτε το δρόμο τους κι ώσπου να μας ξαναβρούν, οι διάβολοι είχαν τρυπώσει μέσα μας.


Είναι το έτος 2007. Είναι η στιγμή, μία από τις στιγμές που νιώθω ότι τα κομμάτια έχουν χαθεί, διάσπαρτα στο πουθενά, στο συγχυσμένο μυαλό μου, στην τιμωρία που μου επέβαλλα.

Ήταν το 2003, που χάθηκα, που έβλεπα το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον που θα ερχόταν να παραδίνονται στη φλόγα της εξαπάτησης, ένα θέατρο που ήταν η ζωή μας, πρωταγωνιστές σε μία τραγωδία που κανείς δεν ήξερε πότε ανέβηκε και γιατί.

Σκαρφαλωμένη στα βράχια , χωμένη στον παγερό αέρα που έρχεται από τη θάλασσα, θέλω να γέρνω, μπροστά, όλο και πιο μπροστά μέχρι το βάρος του κορμιού μου να με παρασύρει και το βάρος της ψυχής μου να με πάει στο βυθό. Να νιώσω το νερό να μου κόβει την ανάσα και τα πνευμόνια μου να γεμίζουν θάλασσα.

Αυτή η απουσία σκέψης, αίσθησης, μακριά από τη θλιβερή μου μιζέρια, αδυναμία, εγώ μόνη να χαθώ στα νερά της, σαν κανείς να μην υπάρχει πίσω, σαν κανένας να μην στηρίζεται σε μένα, τώρα που είναι η τελευταία πράξη.


Ο άγγελος με βρήκε, εσύ με βρήκες, η σκέψη σου, ο πόνος σου , τα λίγα χρόνια της ζωής σου, μαραμένα και εγώ, τι κάνω εκεί; Που πάω να σε αφήσω;

Τα μάτια στεγνά, οδηγώ πίσω, πίσω στη ζωή μας, στο σπίτι μας, κλείνω τη ψυχή μου, φοράω την πανοπλία μου και συνεχίζω.


Πίστευα στην καλά προφυλαγμένη αδυναμία μου, και στεκόμουν όρθια, πατώντας γερά πορεύθηκα, περικυκλωμένη από ένα σύννεφο, κανείς να μη με βλέπει και κανέναν να μη βλέπω πραγματικά.

Αν είχα λίγη ελπίδα, την μεγάλωσα, αν είχα καθόλου πίστη, έψαξα μέσα μου και βρήκα, αν είχα πονέσει, κατάλαβα ότι απλά μία βελόνα είχε τρυπήσει το δέρμα μου, αν είχα κλάψει, συνειδητοποίησα ότι απλά είχαν βραχεί τα βλέφαρα μου κι αν είχα νιώσει ότι η ζωή δεν μου έδωσε και τίποτα το σημαντικό , η σκέψη μου έγινε θρύψαλα στην αποκάλυψη ότι είχα σχεδόν τα πάντα.


Έπρεπε όμως να με σχίσει από άκρη σε άκρη για να μου το πει;


Δεν έχω χώρο να κρυφτώ. Εδώ και καιρό η πανοπλία με βαραίνει και τα ψεύτικα χαμόγελα με ειρωνεύονται. Δεν μπορώ να σου δείξω πως είμαι, είναι δικό μου το βάρος για να το σηκώσω, δεν μπορώ να σου πω πόσο ανάξια νιώθω γιατί εσύ με έχεις ψηλά, με κοιτάς....


ΠΗΓΗ:

http://elafivolion.blogspot.com/2009/11/blog-post_2950.html


Δεν υπάρχουν σχόλια: